- ἐνεύναια
- ἐνεύναιοςon which one sleepsneut nom/voc/acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ενεύναιος — ἐνεύναιος, ον (Α) [ευναίος] 1. αυτός πάνω ή μέσα στον οποίο κοιμάται κανείς 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ ἐνεύναια κλινοσκεπάσματα, στρωσίδια … Dictionary of Greek